Σελίδα 2 από 3
Η κυριότερη ασχολία των Βρουβιανιτών ήταν η κτηνοτροφία. ![]() Κατά δεύτερο λόγο ήταν η γεωργία. Η γεωργία και η κτηνοτροφία γίνονταν με τα μέσα της εποχής, τα σχεδόν πρωτόγονα, και η απόδοσή τους ήταν χαμηλή. Δούλευαν, κουράζονταν και στο τέλος τους έμενε μόνο η «γανάδα». Παράλληλα με τις κύριες δουλειές όλοι σχεδόν καλλιεργούσαν κήπους, για να ενισχύσουν το νοικοκυριό και την οικονομία της οικογένειας με τη δική τους παραγωγή. Καμιά ασφάλιση ή προστασία δεν υπήρχε πουθενά. Οι εργάτες, οι αγρότες, οι επαγγελματίες έπρεπε να φροντίσουν μόνοι τους. Τα χρήματα τα ξόδευαν με μεγάλη οικονομία και κρατούσαν ότι περίσσευε για ώρα ανάγκης. Η αγωνία για το αύριο τους υποχρέωνε να κάνουν οικονομία σε βάρος των αναγκών και ιδιαίτερα της διατροφής τους. Το χειμώνα τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι νύχτες ατέλειωτες και παγωμένες. Συγκεντρωμένη η οικογένεια στο μοναδικό δωμάτιο που ζεσταινόταν, οι γυναίκες έπλεκαν ή μπάλωναν και οι άντρες «ονειροπολούσαν» η κάπνιζαν ενώ τα παιδιά έκαναν φασαρία. Το ΄΄λαμπόγιαλο΄΄ το μόνο μέσο φωτισμού εκείνο τον καιρό, αγωνιζόταν να φωτίσει το δωμάτιο. Στη «γωνιά» έκαιγε η φωτιά κι η κατσαρόλα στην πυροστιά ετοίμαζε το φαί. Οι σκιές έστηναν χορό, γύρω στους τοίχους. Απ΄ το τζάκι η περισσότερη ζέστη έφευγε έξω. Μετά το φαγητό όλοι ζάρωναν κοντά στη φωτιά. Ο φωτισμός λιγοστός, η ζέστη μέτρια. Μόνο ο αερισμός ήταν τέλειος. Απ΄ όλες τις χαραμάδες έμπαινε αέρας και κρύο. Ακολουθούσε από νωρίς ύπνος. Έτσι είχαν και οικονομία στα ξύλα και χρόνο να μεριμνούν για ... την αύξηση του πληθυσμού. Το Φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές μαλάκωνε η ξεραΐλα της γης, που οργώνονταν για τη σπορά. ![]() Το όργωμα γίνονταν με το αλέτρι, που το έσερναν άλογα μουλάρια ή βόδια. Ξεκινούσαν νύχτα για τα χωράφια, για να φτάσουν εκεί το ξημέρωμα κι όπως δεν είχαν ρολόγια, τις συννεφιασμένες μέρες, ξέμεναν μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά κρατούσε ανάλογα με το κουράγιο τους και την αντοχή που θα έδειχναν τα ζώα. Πρόσεχαν τα ζώα περισσότερο και από τον εαυτό τους. Το χάσιμο ενός ζώου ήταν οδυνηρή απώλεια για όλη την οικογένεια. Για να το αντικαταστήσουν χρεώνονταν ως το λαιμό. Οι προχειμωνιάτικες βροχές του Οκτώβρη γέμιζαν τους δρόμους με «ένα γόνα» λάσπη. Απ΄ τις αστρέχες έτρεχαν ασταμάτητα νερά και σχημάτιζαν ποταμάκια. Η υγρασία τρύπωνε παντού απ΄ τα ανοίγματα και τις χαραμάδες. Τα κοπάδια ξαναγυρνούσαν στα μαντριά να ξεχειμωνιάσουν, χωρίς προμήθειες από ζωοτροφές. Οι προετοιμασίες για το χειμώνα συμπληρώνονταν. Τα ξύλα για τη φωτιά στοιβάζονταν στα κατώγια. Κούτσουρα, σκίζες, πουρνάρια, αριές και κάθε ξύλο που θα μπορούσε να καεί και να ζεστάνει. Όταν έφθανε ο χειμώνας μέρες και νύχτες μπορεί να χιόνιζε ασταμάτητα. Αν το χιόνι ήταν μαλακό δεν δημιουργούσε προβλήματα. Αν όμως φυσούσε και το μάζευε και μετά το πάγωνε, η κυκλοφορία ήταν δύσκολη. ![]() Με τέτοιον καιρό το χωριό βρίσκονταν σε τέλεια απομόνωση. Τέτοιες μέρες η έλλειψη επικοινωνίας είχε σοβαρές συνέπειες κάποιες φορές. Οποιοδήποτε έκτακτο περιστατικό ήταν σχεδόν καταδικασμένο. Οι δουλειές ατονούσαν. Όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία κάθονταν κλεισμένοι στα σπίτια ή στα καφενεία, περιμένοντας να ξανοίξει ο καιρός. Αφού έσφαζαν τα γουρούνια που με κόπο είχαν φτιάξει για τα Χριστούγεννα, η ζωή τους έβγαινε κάπως απ' τον κανονικό της ρυθμό, λόγω των εορτών. Επισκέψεις, γλέντια, φαΐ και καθισιό για τα παιδιά κυρίως για αρκετές ημέρες. Μετά τις γιορταστικές μέρες άρχιζαν οι δυσκολίες. Τα έκτακτα έξοδα αλάφραιναν τα πορτοφόλια κι έπρεπε να σφιχτεί το ζωνάρι, για να εξισορροπηθούν τα πράγματα. Ο χειμώνας (Γενάρη - Φλεβάρη) ήταν συνήθως βαρύς με κρύα και παγωνιές. Τα "τφάνια" (δυνατές βροχές) έπεφταν το ΄να πάνω στ' άλλο. Ο ήλιος για καιρό δεν φαινόταν. Μετά την καλοπέραση και τα γλέντια κανένας δεν είχε όρεξη για δουλειά τις πρώτες μέρες. Τα παιδιά ξεκινούσαν για το σχολειό, σα να πήγαιναν στην κρεμάλα. Δεκαπέντε μέρες ξένοιαστες, χωρίς διάβασμα, χωρίς γράψιμο και το φόβο του δασκάλου δημιουργούσαν άλλη διάθεση. Όλες τις γιορτές κανένας δεν άνοιγε βιβλίο ή τετράδιο. Η αντιγραφή, πέντε έξι αράδες, γραφόταν την τελευταία μέρα, ακόμα και το πρωί που ετοιμάζονταν για το σχολειό. Η τσάντα, πεταμένη κάπου απ' την παραμονή των Χριστουγέννων, ξεθάβονταν το πρωί του Αϊ Γιαννιού με το περιεχόμενό της απείραχτο και άγγιχτο. Ξεκινούσαν για το σχολειό με χιόνια, βροχές, παγωνιά. Το ντύσιμό τους ένα σακάκι από γκρίζο και παντελόνι ούτε κοντό ούτε μακρύ λίγο κάτω απ' το γόνατο. Παλτό ελάχιστοι φορούσαν. Αν περίσσευε κανένα παλιό σακάκι από κάποιον μεγαλύτερο, τα βόλευε μια χαρά. Έφταναν στο σχολειό "πουντιασμένα", με πόδια μουσκεμένα και μελανιασμένα χέρια. Η αίθουσα μικρή ή μεγάλη, δεν έφτανε μια σόμπα που αναβόσβηνε να τη ζεστάνει. Μ' αυτά τα "εφόδια" και βαθιά μεσάνυχτα σχετικά με τα μαθήματα, μετά τις δεκαπενθήμερες διακοπές, τα περισσότερα ετοιμάζονταν ν' αντιμετωπίσουν το δάσκαλο. Όσα είχαν την «τύχη» να τα πιάσει η ΄΄τσιμπίδα΄΄, μετρούσαν τις βεργιές στις ξυλιασμένες τους παλάμες. Δέχονταν καρτερικά την τιμωρία, μα στα μάτια τους διάβαζες πόσο άδικο το έβρισκαν. Που να καταλάβουν με το μικρό τους «μυαλουδάκι», πως ότι πάθαιναν ήταν για το ...καλό τους. Σίγουρα δεν ένιωθαν πόσο σοφό ήταν ένα τέτοιο σύστημα, που τοποθετούσε τις γνώσεις στην άκρη μιας βέργας. Το ξύλο υπήρξε για χρόνια η βάση της παιδαγωγικής και το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής. Η πειθώ χρειάζονταν χρόνο, διάθεση και διαφορετική νοοτροπία. Ποιοι όμως θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να ξεφύγουν απ' τον κανόνα, μέσα στο στείρο και απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα που υποχρεώνονταν να υπηρετήσουν; Οι επιθεωρητές, σαν εντολοδόχοι και εκφραστές του, ήταν κέρβεροι. Άνθρωποι στενόκαρδοι και στενοκέφαλοι, δεν επέτρεπαν καινοτομίες και αλλαγές και δεν επιβράβευαν το έργο του δασκάλου, όποιο κι αν ήταν. Μπορούσε να κριθεί η δουλειά του μόνο από την απάντηση ενός μαθητή. Άλλωστε ο τρόπος και η τακτική που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι, ήταν αποδεχτά κι από τους γονείς. Όταν, ρωτώντας καμιά φορά - πράγμα σπάνιο - πληροφορούνταν πως το παιδί τους δεν πήγαινε και τόσο καλά, παρότρυναν τον δάσκαλο: "Βάρ΄ δάσκαλι, βάρ’ μη τα λυπάσι". Κι όμως ήταν χαρούμενα τα παιδιά, γέμιζαν τα σοκάκια και τις αλάνες με την παρουσία τους και τα παιγνίδια τους. |