Σελίδα 3 από 3
Ο χειμώνας αποτελούσε παρελθόν. Στους στεγνούς πια δρόμους δεν τα ένοιαζε και αν ακόμα τα παπούτσια ήταν τρύπια κι οι φτέρνες απ' έξω.Την Άνοιξη ο καιρός ζέσταινε, τα χιόνια έλιωναν. Οι άνθρωποι πετούσαν τα χειμωνιάτικα και χαίρονταν τις λιακάδες γεμάτοι αισιοδοξία. Στα προσήλια του χωριού και τα πεζούλια έβγαιναν και κάθονταν οι παππούδες. Στρίβοντας τσιγάρα απ΄ τις χονδρές ταμπακιέρες αναθυμόνταν περιστατικά και ιστορίες της ζωής τους. ![]() Πόλεμοι, καταστροφές, αποκλεισμοί, πείνα, είχαν περάσει από πάνω τους και τους άφησαν πολλές πίκρες και οδυνηρές εμπειρίες. Την απραξία του χειμώνα διαδέχονταν η κίνηση και η δραστηριότητα. Κλάδεμα, σκάψιμο, όργωμα. Η γη ξυπνούσε και ετοιμάζονταν να καρπίσει. Στα χωράφια μεγάλωναν και ωρίμαζαν τα σπαρτά. Στα Βρουβιανά, στα περισσότερα χωράφια έβαζαν πιο πολύ καλαμπόκι παρά σιτάρι καθώς και πατάτες. Το φύτεμα και το σκάλισμα γινόταν με τσάπες, ενώ το ξεβοτάνισμα με τα χέρια. Το καλοκαίρι την εποχή του θέρου όλη η οικογένεια βρίσκονταν σε συναγερμό. Η ζωή τους άλλαζε ρυθμό. Η ένταση της δουλειάς δεν άφηνε καιρό να ασχοληθούν με λεπτομέρειες. Οι δουλειές γίνονταν χονδρικά, ίσα- ίσα για να αντιμετωπίζονται οι ανάγκες που προέκυπταν. Θέριζαν μέρες ολόκληρες. Δουλειά σκληρή, ξεθεωτική, χέρια, πόδια, πλάτες, όλο το σώμα έπαιρνε μέρος σε μια χωρίς ανάσα προσπάθεια. Ο ήλιος έψηνε και τσουρούφλιζε χωρίς έλεος. Μούσκεμα στον ιδρώτα και ίσκιος πουθενά. Άγάνια γέμιζαν το στήθος. Οι γυναίκες μαντιλοδεμένες άφηναν ακάλυπτα μόνο τα μάτια, για να μη τις κάψει ο ήλιος. ![]() Οι καλαμιές με τα στάχυα έπεφταν κάτω απ΄ τα κοφτερά δρεπάνια και γίνονταν σωροί δίπλα σε κάθε θεριστή, που μετά τα έδεναν σε δεμάτια με στάχυα που τα μαλάκωναν με νερό και τα στοίβαζαν σε θημωνιές. Πίσω έμεναν τα κοτσάνια που αργότερα θα καίγονταν η θα παραχώνονταν στο όργωμα. Το μεσημέρι έτρωγαν και ξεκουράζονταν. Κι είναι να απορεί κανείς, πως άντεχαν τόση δουλειά με το πρόχειρο λιτό και λιγοστό φαγητό που έτρωγαν. Οι μέρες κυλούσαν κουραστικές μέχρι να τελειώσουν όλα τα χωράφια με την αγωνία μην τους προλάβει χαλάζι, λίβας ή αρρώστια. Το αλώνισμα που ακολουθούσε είχε κι αυτό δυσκολίες και κόπο. Έπαιρναν τα δεμάτια από τις θημωνιές, τα σκόρπιζαν με τα δικράνια στο αλώνι, μετά έμπαιναν και γύριζαν γύρω- γύρω τα ζώα (άλογα η βόδια), ενώ τα παιδιά ξετρελαίνονταν ανεβασμένα πάνω τους. Έτσι ξεχώριζε το στάρι από τα στάχυα.
|